- σεισμός
- ο1. δόνηση της γης: Ηφαιστειογενής σεισμός. – Επίκεντρο του σεισμού.2. σείσιμο, κούνημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.